Το άλλο μισό του φεγγαριού
Ο Αντωνής ο άρκοντας με τα πολλά τα μάλλια, χωράφκια, αμπέλια πόλικα τζιαι σπίθκια τζιαι ριάλια. Έρεσσεν ένα δειλινόν που του χωρκού τη βρύση, τζι ετσάς εκοντοστάθηκε την δίψαν του να σβήσει. Ήταν τζειαμαί τζι η Χριστινού στην ομορκιά στη χάρη απού τες πρώτες του χωρκού τ' αντρός της το καμάρι. Εδίκλησεν τζιαι είδεν την, Πλάστη μου ποια εν' τούτη, πο 'σιει περίσσια πάνω της ούλλα της γης τα πλούτη; Ένιωσεν μεσ' στες φλέβες του το γαίμαν του ν' αφταίνγει πεζεύκ' απού τον άππαρον τζιαι σύγκοντα πηαίννει.