Ευφορία
Το ποδήλατο δεν έβγαζε κανέναν ήχο, εκτός απο τα λάστιχα που μασούσαν την άσφαλτο. Ήταν και πάλι φαγωμένα και ίσως έσκαγαν απο στιγμή σε στιγμή. Τον προσπέρασε ένα αυτοκίνητο χωρίς να κόψει ταχύτητα. Θα πήγαινε με εβδομήντα, όσο το όριο στον δρόμο αυτό. Ένα μικρό άσπρο Σάαμπ, δέκα δεκαπέντε χρόνια παλιό, με σκουριασμένο το πίσω καπό, αλλά αθόρυβο. Σχεδόν σαν να μην είχε μηχανή, ένα φάντασμα που έπλεε πάνω απο την άσφαλτο στο απογευματινό φως. Πλέεις και βλέπεις όλους και όλα γύρω σου να πλέουν. Τα λόγια της ήρθαν πλέοντας στα αυτιά του.