Μάδησε τη μαργαρίτα
Ξύπνησα μουδιασμένη σαν αρκούδα μετά από χειμέριο ύπνο, πάνω στα βρεγμένα χαλίκια και την άμμο, εκεί όπου έφτανε ξεψυχισμένο το κύμα. Απέναντι, μια ολοκαίνουργια κροκάτη αυγή, γυναικείο σώμα απλωμένο στη θάλασσα, ολόγυμνη, με στήθος σφικτό, εκστασιασμένη να δαγκώνει τα χείλη μέχρι ματώματος και να αναρριγεί όλο της το κορμί, απ' τη βαρβάτη ανάσα του σορόκου, που έφτασε πάλι χαράματα , μεθυσμένος απ' το γλεντοκόπι της νύχτας. Χαμογέλασα. Για μια στιγμή, ένιωσα μια απέραντη ευτυχία. Κοίταξα το γαλάζιο ουρανό, ο κόσμος ήταν όμορφος.