Το άγγιγμα
Ο βαθύς άγριος ωκεανός απλωνόταν μπροστά του, γκρίζος και απειλητικός. Άναψε ένα τσιγάρο και φύσηξε με λύπη τον καπνό χαζεύοντάς τον, πριν χαθεί για πάντα στον συννεφιασμένο ουρανό σαν παιδική ανάμνηση. Ο παγωμένος αέρας είχε από ώρα στεγνώσει τα δάκρυα στο κουρασμένο του πρόσωπο. Τα χέρια του όμως έτρεμαν ακόμα από οργή. Πώς φτάσαμε ως εδώ, αναρωτήθηκε ξανά. Πώς φτάσαμε ως εδώ...
Για μία στιγμή σκέφτηκε να βάλει ένα τέλος σε όλα αυτά. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει, ήταν ένα βήμα... Ένα βήμα στο κενό. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι.
Είχε χάσει τα πάντα. Είχε χάσει εκείνη.