Το φάντασμα του Αγησίλαου
«Η Λουκία διαμαρτύρεται συνέχεια που έχω ανοιχτό το παράθυρο. Είναι, λέει, χειμώνας και κρυώνει. Κι εγώ κρυώνω. Μα υπομένω. Προσπαθώ να αντέξω το κρύο και τη μοναξιά. Και αναζητώ με λαχτάρα ένα φτερούγισμά σου. Εκείνη όλο μου φωνάζει να το κλείσω. Αρνούμαι να κλείσω την ψυχή μου. Αν έρθεις εσύ και βρεις κλειστά, θα θυμώσεις μαζί μου και δε θα θέλεις να ξανάρθεις. Ορθάνοιχτη θα σ’ την έχω, Αγησίλαε! Διάπλατα ανοιχτή για σένα. Κι ας πουντιάζω. Για να έρχεσαι όποτε θέλεις. Ελεύθερα να μπαίνεις και να βγαίνεις».