Φεύγω αλλά θα ξανάρθω
ΦΕΥΓΩ, ΑΛΛΑ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΩ, έγραφε η πινακίδα στο πίσω μέρος της καρότσας στο Ντάτσουν. Από πάνω ένα αυτοσχέδιο στέγαστρο κι από κάτω τα παιδάκια -τα χαζεύαμε εμείς από δίπλα, σταματημένοι στο φανάρι- ξαπλωμένα μακάρια σ’ ένα φανταχτερό στρώμα με κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Το μικρότερο, κατσαρομάλλικο ένα αγοράκι, γυμνό εντελώς, ανάερα χαμογελώντας προς το μέρος μας, ενώ η τσιγγάνα μπροστά, συνοδηγός σοβαρή στο κουβούκλιο με το κεφάλι σκεπασμένο με μαντίλι χρωματιστό από κείνα με τα φλουριά στο μέτωπο. Και στην Τσιμισκή που ’χε πάρει φωτιά, ένα ταμπλό βιβάν.